-
1 погода
ο καιρ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погода
-
2 погода
погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού* * *жο καιρόςхоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός
(сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο
сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση
прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού
-
3 лётный
лётный: \лётныйая погода о καιρός κατάλληλος για πτήση* * *лётная пого́да — ο καιρός κατάλληλος για πτήση